ξαναφυτρώνω

ξαναφυτρώνω
αναβλαστάνω, αναφύομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αναβλαστάνω — (Α ἀναβλαστάνω) βλαστάνω εκ νέου, ξαναφυτρώνω νεοελλ. απλώς βλαστάνω, φυτρώνω αρχ. 1. αναζωογονούμαι, ξανανιώνω 2. (για πόλεις) ξαναβρίσκω την παλαιά μου ακμή και δόξα 3. παρουσιάζομαι, φανερώνομαι, ξεφυτρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βλαστάνω. ΠΑΡ …   Dictionary of Greek

  • αναφύομαι — (Α ἀναφύω κ. ομαι) μέσ. προκύπτω, παρουσιάζομαι αρχ. ενεργ. Ι. (μτβ.) 1. γεννώ πάλι 2. κάνω να φυτρώσει, να μεγαλώσει 3. δημιουργώ, παράγω II. (αμτβ.) 1. ξαναγίνομαι, ξαναφυτρώνω 2. ξαναμεγαλώνω, αυξάνομαι πάλι …   Dictionary of Greek

  • εκνεάζω — ἐκνεάζω (Α) 1. ξαναφυτρώνω 2. αποδίδω από τη νέα σοδειά τον σπόρο που δανείστηκα …   Dictionary of Greek

  • επαναφύω — ἐπαναφύω (Α) [φύω] ξαναφυτρώνω, ξαναβλαστάνω …   Dictionary of Greek

  • συνεκνεάζω — Μ νεάζω μαζί με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκνεάζω «ξαναφυτρώνω, αποδίδω από τη νέα σοδειά τον σπόρο που δανείστηκα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”